ΚΑΠΟΤΕ ΤΑ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ ΦΤΙΑΧΝΟΝΤΑΝ ΜΕ ΠΕΤΡΕΣ...

ΚΑΠΟΤΕ ΤΑ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ ΦΤΙΑΧΝΟΝΤΑΝ ΜΕ ΠΕΤΡΕΣ...
ΤΩΡΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΞΙΕΣ, ΤΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ, Η ΣΥΛΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ, Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, Η ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΗΣΗ, Η ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ, O ΠΟΛΥΜΟΡΦΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ...!!!

Η ...ΕΚΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Η ...ΕΚΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Ο βυθός της λίμνης του...εκσυγχρονισμού

Άφήστε τα δέντρα, φτιάξτε φράγματα!!!

Το Φαραωνικό φράγμα του Αχελώου!

Οι πληγές της Φύσης...

Κόψτε το δέντρο, εμποδίζει την θέα.

"Θα γίνουμε όπως η Λίμνη Πλαστήρα", μου είπαν οι κάτοικοι!!!

4 Ιαν 2008

ΜΙΑ… «ΑΛΛΗ» ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΜΝΗΜΗ, ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΜΝΗΜΗ

• Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί. Γιώργος Σεφέρης
• Βίγλα αψηλή στα φρένα μας η μνήμη. Νίκος Καζαντζάκης
• Η μνήμη είναι περίπλοκο πράγμα, συγγενής της αλήθειας, αλλά όχι δίδυμός της. Μπάρμπαρα Κινγκσόλβερ, συγγραφέας.
Πολύς λόγος έγινε και διαρκώς γίνεται, για το ενίοτε «εύπλαστο ή εκρηκτικό υλικό» που ονομάζεται μνήμη. Με αφορμή, εξάλλου και τους διαλόγους ή τους αφορισμούς που δημιούργησε το βιβλίο Ιστορίας της Στ’Δημοτικού, το υπαρξιακό φορτίο της λέξης, απελευθέρωσε την ένταση που κρύβει αυτή η ανθρώπινη λειτουργία.

Δύσκολη λέξη. Ο καθένας μπορεί να την επικαλεστεί, αισθανόμενος πως έχει δίκιο. Και βέβαια, ποικίλει και το εννοιολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η μνήμη ανακαλείται, καθορίζεται ή βοηθάει το παρόν και προωθεί το μέλλον μας.
Άλλωστε η ύπαρξη ή όχι αντικειμενικής ιστορικής αλήθειας και μνήμης, αποτελεί για αιώνες αντικείμενο φιλοσοφικής μελέτης και διαμάχης.

Αισθάνομαι, ότι οι τρείς παραπάνω φράσεις, είναι ο καλύτερος πρόλογος για το παρόν άρθρο. Η μνήμη σίγουρα πονεί. Η… ίδια καθώς είναι ευάλωτη σε κάθε είδους ερμηνείες ή παραβιάσεις. Αλλά, πονά και μας. Μας αγγίζει συναισθηματικά, θα΄λεγα καλύτερα, είτε για χαρά είναι, είτε για λύπη. Αγαπάμε τις αναμνήσεις μας, το προσωπικό ή συλλογικό μας ημερολόγιο προσώπων, στιγμών και βιωμάτων.
Είναι όμως και φρουρός ψηλός και ακοίμητος στην λογική μας, στην πνευματική και συναισθηματική μας ισορροπία. Είναι το μέτρο της ανθρώπινης ψυχής και του υπαρξιακού αγώνα μας.
Συγγενεύει με την αλήθεια, αλλά δεν είναι δίδυμός της. Το ανθρώπινο συναίσθημα, το βίωμα και η νόηση είναι προσωπικοί και μοναδικοί δρόμοι που μας οδηγούν κοντά της.
Η συναισθηματική νοηματοδότηση ενός «αντικειμενικού γεγονότος» δημιουργεί την συγγένεια με το γεγονός και την ξεχωριστή αλήθεια του. Έτσι ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου σε μια οικογένεια – γεγονός αντικειμενικό - αποτελεί χνάρι συλλογικής μνήμης στην κουλτούρα του οικογενειακού συστήματος, με διαφορετικές συναισθηματικές νοηματοδοτήσεις από τα μέλη του. Ένα μέλος της οικογένειας μπορεί να κατατρέχεται από την μνήμη του γεγονότος αυτού και ένα άλλο να το θεωρεί μνήμη συναισθηματικής απελευθέρωσης και εξέλιξης.

Στο πολιτικό-ιδεολογικό πεδίο τα φαινόμενα γίνονται πιο περίπλοκα. Σαφώς καθοριστικό ρόλο παίζει το ερώτημα : «ποια μνήμη και από ποιόν?». Ιδιαίτερα σε μια εποχή μεταβατική, με «στρογγυλεμένα» νοήματα και ιδεολογίες, η προσέγγιση της μνήμης και της πληροφορίας, αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα. Το σίγουρο είναι πως η μνήμη είτε για το λαό είτε για τις κυριαρχικές ελίτ, αποτελεί απαραίτητο νόημα και μηχανισμό. Για τον πρώτο, αποτελεί τρόπο άμυνας ενάντια στην εξουσία, ενώ για τις δεύτερες αποτελεί μηχανισμό εξουσίας, είτε με την παραχάραξή της είτε με την αναπαραγωγή εκείνης της μνήμης που δεν έρχεται σε αντίθεση με την συντήρηση των κοινωνικών σχέσεων του νέο-φιλελευθερισμού. Επιλέγοντας, λοιπόν, να μνημονεύσω τον Μάο, που έλεγε: «για να ανατραπεί η πολιτική εξουσία είναι πάντοτε απαραίτητο – τόσο για τις επαναστατικές όσο και για τις αντεπαναστατικές τάξεις – να κατακτηθεί ο έλεγχος της υπερδομής, της ιδεολογίας και να προετοιμαστεί η κοινή γνώμη», ενισχύουμε την θεώρηση πως η σχέση με την μνήμη και την πληροφορία δεν μπορεί να είναι ουδέτερη, κοινή και καλή για όλες τις τάξεις.

Η ανθρώπινη επιλογή, αναδεικνύεται σημαντικός παράγοντας διαφοροποίησης. Επιλογή που επηρεάζεται από βιώματα, λογική επεξεργασία, αλλά και ταξικούς παράγοντες.
Δεν είναι τυχαίο, πώς το πρόσφατο «κατασκεύασμα» του βιβλίου της Ιστορίας, αποτέλεσε ένα ιδεολογικό όχημα τόσο αποσιώπησης πληροφορίας όσο και επιλεκτικής μνήμης. Και έθεσε με σαφή τρόπο τα νέα όρια της λογοκρισίας στην μετα-μοντέρνα εποχή. Μια λογοκρισία που «είναι δραστηριότητα, μια εργασία. Πρόκειται για την παραχάραξη της ιστορικής εμπειρίας, την παραγωγή υποκατάστατων αναμνήσεων, τη δόλια κωδικοποίηση….Η λογοκρισία είναι τελικά παραγωγή γνώσης» (Renato Curcio-Alberto Franceschini, «Σταγόνες ήλιου στην στοιχειωμένη πόλη», Ιταλία 1982). Είναι η παραγωγή μιας γνώσης της εξουσίας, που πήρε την θέση της παλιάς λογοκρισίας των διώξεων και των απαγορεύσεων, ώστε να «μην μαθευτούν» οι αγώνες και η αντίσταση των πληβειακών στρωμάτων της κοινωνίας.
Με την οπτική αυτή, η «συλλογική μνήμη» των σοσιαλκαπιταλιστικών ελίτ, επιδιώκει την μνήμη του υπάρχοντος μοντέλου παραγωγής και ανάπτυξης και όχι την υπέρβασή του. Από την μεγάλη δεξαμενή των αναμνήσεων, επιλέγει αυτές που δεν έρχονται σε αντίθεση με τις επιδιώξεις της. Μνημονεύει επιλεκτικά, ότι εκπαιδεύει τον πολίτη στην αναπαραγωγή της κεφαλαιοκρατικής Νέας Τάξης και του ισοπεδωτικού πολιτισμικού μοντέλου, που ευαγγελίζεται.

Παράλληλα, με την συγκεκριμένη μέθοδο κυριαρχίας, συνυπάρχει και η αέναη προσήλωση στο παρόν σαν μοναδική δυνατότητα μελλοντικής προοπτικής. Το γεγονός αυτό, σχετίζεται με την ευρύτερη δημαγωγική λειτουργία των Μ.Μ.Ε και της εικόνας. Παράγοντες που η εκάστοτε κυβέρνηση χρησιμοποιεί για να ανασκευάζει την μνήμη και να δημιουργεί συνθήκες αποδοχής και ανοχής σε κάθε παρανομία της. Το κράτος και τα Media, εργολαβικά, σφετερίζονται την μνήμη. Αγωνίζονται ενάντια σε κάθε γνήσιο ίχνος του πρόσφατου παρελθόντος, ελπίζοντας ότι η απουσία συγκρίσεων, θα επιβάλλει το σήμερα. Η ελιτίστικη και κυριαρχική δημοσιογραφία ουδέποτε υπήρξε τυφλή. Αντίθετα, ενίοτε αλληθώριζε ή ήταν μισότυφλη. Και για να μπορεί να διακρίνει καλύτερα, δανειζόταν πότε τα ματογυάλια της κρατικής ή κάθε εξουσίας, πότε την προστασία του κεφαλαίου και πότε τον παραμορφωτικό καθρέπτη της χειραγωγημένης «εκ των άνω» κοινής γνώμης.

Το θέαμα, η εικόνα, οι συναλλαγές των κυβερνήσεων με τις κυριαρχικές ελίτ, οι «μικρο-πολιτικάντηδες δημοσιογράφοι», οι «εκδιδόμενοι διανοούμενοι», δημιουργούν και αναπαράγουν ένα συνεχές παρόν, όπου η επανάληψη ευρηματικών ιδεολογικών «κατασκευών» στο σήμερα, εξαφανίζει κάθε μνήμη. Έτσι, ώστε κάθε γεγονός ή παρανομία, να μην μπορεί να γίνει κατανοητό μέσα από τις αιτίες και την ιστορία του. Σ’αυτές τις συνθήκες, οποιοδήποτε ψέμα μπορεί να γίνει πραγματικότητα, οποιαδήποτε αναφορά στο παρελθόν συκοφαντία. Επιπλέον, το παρελθόν και η δημόσια εικόνα προσώπων ή γεγονότων, μπορεί να ανασκευαστούν αλαζονικά και απροκάλυπτα και όποιες αλήθειες ή αποκαλύψεις έρχονται στην επιφάνεια, απονευρώνονται ή απαξιώνονται, με τις κατηγορίες της «παραπληροφόρησης», της συκοφαντίας ή της προσωπικής διαμάχης.

Η ανοχή, που δείχνει το κράτος και το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας στην δυναμική αυτή, δεν είναι άσχετη με το κοινωνικοπολιτικό μοντέλο ανάπτυξής της. Δεν είναι άσχετο με την «κρίση μετάβασης» της ελληνικής κοινωνίας και την απαξίωση και εμπορευματοποίηση αρχών και αξιών. Επίσης, συνδέεται, στενά, με τις ευρύτερες λειτουργίες και ιδεολογικούς μηχανισμούς του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, που προβάλλει την πολιτική και πολιτιστική ομοιογένεια, στοχεύοντας στην δημιουργία εύπλαστης και χειραγωγημένης «κοινωνίας πολιτών», χωρίς μνήμη.

Στα πλαίσια αυτά, η αντίληψη και μορφοποίηση ενός υποκειμένου ανταγωνιστικού και εναλλακτικού προς τον νέο-φιλελευθερισμό (δεξιό ή αριστερίζοντα), είναι παρούσα και ζητά την δική του …συγγένεια με μνήμες, τόσο του τόπου, όσο και της οικουμένης. Το ρεύμα αυτό είναι ωφέλιμο να βρίσκεται σε κίνηση, επιζητώντας από το παρελθόν βιώματα που χρησιμεύουν στα κοινωνικά υποκείμενα, που πλήττονται από το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, ως οράματα αλλαγής και όχι μόνο ως άμυνα. Είναι φανερό πως το πρόταγμα είναι η σύνθεση και όχι η περιχαράκωση και η οπισθοδρόμηση.
Υπό το πρίσμα αυτό, η μνήμη αυτή, είναι σύνθετη και πολυεπίπεδη. Με ρήξεις και αντιθέσεις. Μνημονεύει για να μετασχηματίζει και όχι να συντηρεί. Είναι μια μνήμη, «πολιτική», κοινωνική, εθνική, ταξική, κ.ο.κ. που επιζητεί ένα συνθετικό όραμα και πράξη. Μπορεί να είναι μνήμη εθνικοαπελευθερωτική, μαρξιστική, , αναρχική, ελευθεριακή, κινηματική, αμεσοδημοκρατική, πρωτοποριακών ρευμάτων έκφρασης, κ.ο.κ. Δεν αγνοεί τις διαφορετικές πλευρές μορφωμάτων που προέκυψαν από αγώνες των λαών για ανεξαρτησία, εξισωτισμό και κοινωνική απελευθέρωση. Αποφεύγει τους αφορισμούς, την σιωπή, τις «κατασκευές».
Είναι η κοινωνική μνήμη που εμπεριέχει την αυτοδιοίκηση της αρχαίας άμεσης δημοκρατίας, αλλά και τα «Ελευθεριακά Αθήναια» των Ισπανών αναρχικών του ’36 και τις «αυτόνομες κοινότητες» του ελληνικού χώρου. Τους συνεταιρισμούς στα Αμπελάκια και τον Βελβεντό και τις ομοσπονδιακές κολεκτίβες. Μνημονεύει τον Σικελιανό, τον Σεφέρη, τον Κόντογλου και τον Αναγνωστάκη, αλλά και τους Ντανταιστές, την Ρώσικη Πρωτοπορία ή τον…Μπουνιουέλ. Ακούει παραδοσιακή μουσική των λαών, αλλά αφουγκράζεται και πρωτοποριακά μουσικά ρεύματα της κάθε εποχής. Εμπνέεται από το ΄21, τους Κρητικούς αγώνες για την ελευθερία, τον Ρήγα Φεραίο και τους Επτανήσιους Ριζοσπάστες, αλλά και από την Κομμούνα του Παρισιού και την Σοβιετική επανάσταση. Από την ανθρώπινη διάσταση του «ελληνικού χωριού και της γειτονιάς», μέχρι την Διεθνική ριζοσπαστική Οικολογία. Όχι μόνο από τους 300 Σπαρτιάτες, αλλά και από τους «αυτόνομους» Θεσπιείς, τον Βελουχιώτη, τον Ντουρούτι και τον Γκεβάρα. Ψάχνει νέους δρόμους για μια ολιστική απελευθερωτική διάσταση της επιστήμης και της ψυχολογίας, συναντώντας τον πνευματισμό του μοναχισμού της Ορθοδοξίας και την εναλλακτική «σοφία» των ανατολικών θρησκειών. Συνδέει τους κοινωνικούς αγώνες για ελευθεροτυπία και ατομικά δικαιώματα με την ανατρεπτική χρήση της τεχνολογίας και τις ήπιες μορφές ενέργειας. Οι αναφορές ανεξάντλητες, οι προκλήσεις για συνθέσεις και προχώρημα και όχι προγονοπληξία, άλλες τόσες.

Συγγένεια, σημαίνει δεσμός. Βίωμα και συναίσθημα. Δεσμός σημαίνει ταυτόχρονα, σχέση συντροφικότητας, αλλά και δεσμά. Η συγγένεια με την συγκεκριμένη κοινωνική μνήμη, περνά από τους ίδιους δρόμους. Ανάγκη για παράδειγμα και συνέχεια, αλλά απόσταση από την περιχαράκωση και τους αφορισμούς. Ανάγκη σχέσης – με ότι αυτό συνεπάγεται – με ένα «επαναστατικό» παρελθόν, με μια «μνήμη για το μέλλον».

Δεν υπάρχουν σχόλια: